- πρόσδενδρος
- πρόσδενδρος, ον,A attached to trees, of creeping plants, Thphr.CP2.18.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσδενδρος — ον, Α (για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] … Dictionary of Greek
πρόσδενδρα — πρόσδενδρος attached to trees neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek